περιμάζε(υ)μα

περιμάζε(υ)μα
το, Ν
[περιμαζεύω]
1. το να περιμαζεύει κανείς πράγματα σκόρπια
2. ό,τι έχει περιμαζέψει κάποιος
3. πληθ. τα περιμαζέματα
συγκέντρωση από ευτελή ή κατώτερης ποιότητας πράγματα ή πρόσωπα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”